Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δυτικώτερος [agg.] δωδεκαφωνικός [agg.]
δύω {έδυσα} (έ... δωδεκάχρονος [agg.]
δύων [agg.] δώθε [avv.]
δω [avv.] δώμα [s. nt.]
δώδεκα [agg. num. card.] δωματιάκι [s. nt.]
δωδεκάγωνο [s. nt.] δωμάτιο {δωματί-ου...
δωδεκάγωνος [agg.] Δώρα [s. nt. pl.]
δωδεκάδα [s. femm.] δωράκι [s. nt.]
δωδεκαδάκτυλο {δωδεκαδάκ... δωρεά [s. femm.]
δωδεκαδάχτυλο [s. nt.] δωρεάν [avv.]
δωδεκάεδρο {δωδεκαέδρ... δωρητήριο {δωρητηρί-...
δωδεκάεδρος [agg.] δωρητής [s. masch.]
δωδεκαετής {δωδεκαετ-... δωρήτρια {δωρητριών...
δωδεκαετία {δωδεκαετι... Δωριείς [s. masch. pl.]
δωδεκάμερο {δωδεκαημέ... δωρίζω {δωρισ-α, ...
Δωδεκάνησα {Δωδεκανήσ... δωρικός [agg.]
Δωδεκανήσια [s. femm.] δωρισμένος [agg.]
δωδεκανησιακός [agg.] δώρο [s. nt.]
Δωδεκανήσιος [s. masch.] δωροδοκημένος [agg.]
δωδεκαριά {χωρ. πληθ... δωροδοκία {δωροδοκιώ...
δωδεκασύλλαβος [agg.] δωροδοκούμενος [agg.]
δωδεκάτη [s. femm.] δωροδοκώ {δωροδοκεί...
δωδέκατο {δωδεκάτ-ο... δωροδοκών [agg.]
δωδέκατος {δωδεκάτου... δωρολήπτρια {δωροληπτρ...
δωδεκαφωνία [s. femm.] δωροληψία {δωροληψιώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: