Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δραγώνος [s. masch.] δραπέτευση [-εις]
δράζω aor άδραξα... δραπετεύω {δραπέτευσ...
δράκα [s. femm.] δραπέτης {δραπετών}
δράκαινα {δύσχρ. δρ... δραπέτισσα {δραπετισσ...
δράκισσα [s. femm.] δράση {-ης κ. -ε...
δράκοντας {δρακόντων... δρασκελάω [v. trans.]
δρακόντειος [agg.] δρασκελιά [s. femm.]
δρακόντισσα [s. femm.] δρασκελίζω {δρασκέλισ...
δράκος [s. masch.] δρασκελώ [-άς, -ά] ...
δράμα {δράμ-ατος... δραστήρια [avv.]
δραματική [s. femm.] δραστηριοποιημένος [agg.]
δραματικός [agg.] δραστηριοποίηση [s. femm.]
δραματικότης [s. femm.] δραστηριοποίησις [s. femm.]
δραματικότητα [s. femm.] δραστηριοποιούμαι [-είσαι, -...
δραματογράφος [s. masch. e femm.] δραστηριοποιώ {δραστηριο...
δραματολόγιο {δραματολο... δραστήριος [agg.]
δραματοποιημένος [agg.] δραστηριότητα {δραστηριο...
δραματοποίηση [-εις] δραστηρίως [avv.]
δραματοποίησις [s. femm.] δράστης {δραστών}
δραματοποιώ {δραματοπο... δράστιδα {δραστριών...
δραματουργία {δραματουρ... δραστικά [avv.]
δραματουργός [s. masch. e femm.] δραστικός [agg.]
δράμι {δραμ-ιού ... δραστικότατος [agg.]
δραξιά [s. femm.] δραστικότερος [agg.]
δράπανο {δραπάν-ου... δραστικότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: