Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δονκιχοτικός [agg.] δορά [s. femm.]
δονκιχοτισμός [s. masch.] δορίκτητος [agg.]
δονκιχωτικός [agg.] δορκάς {δορκάδ-ος...
δονκιχωτισμός [s. masch.] δόρυ {δόρ-ατος ...
δονούμαι [v. pass.] δορυφορικός [agg.]
δονούμενος [agg.] δορυφοροποίηση [s. femm.]
δοντάκι [s. nt.] δορυφοροποιώ [v. trans.]
δοντάς {δοντάδες} δορυφόρος [s. masch. e femm.]
δόντι {δοντ-ιού ... δοσάς [s. masch.]
δοντιά [s. femm.] δοσατζής {δοσατζήδε...
δοντού {δοντούδες... δοσατζού {δοσατζούδ...
δονώ {δονείς...... δόση {-ης κ. -ε...
δόξα [s. femm.] δοσίλογος [s. masch.]
δοξάζομαι [v. pass.] δοσιμετρία {χωρ. πληθ...
δοξάζω {δόξασ-α, ... δοσίμετρο {δοσιμέτρ-...
δοξάρι {δοξαρ-ιού... δόσιμο {δοσίμ-ατο...
δοξαριά [s. femm.] δοσμένος [agg.]
δοξαρωτός [agg.] δοσοληψία {δοσοληψιώ...
δοξασία {δοξασιών} δοσολογία {δοσολογιώ...
δοξασμένος [agg.] δότης {δοτών}
δοξαστικός [agg.] δοτική [s. femm.]
δοξολογημένος [agg.] δοτός [agg.]
δοξολογία {δοξολογιώ... δότρια {δοτριών}
δοξολογώ {δοξολογεί... Δουβλινέζα [s. femm.]
δοξολογών [s. masch.] Δουβλινέζος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: