Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δόκτορας {χωρ. γεν.... δολοπλόκος [s. masch. e femm.]
δοκτορέσα [s. femm.] δολοπλοκώ {δολοπλοκε...
δόκτωρ {δόκτορος} δόλος [s. masch.]
δολάριο {δολαρί-ου... δολοφονημένος [agg.]
δολερά [avv.] δολοφονία {δολοφονιώ...
δολερός [agg.] δολοφονικός [agg.]
δολερότητα [s. femm.] δολοφόνισσα [s. femm.]
δόλια [avv.] δολοφόνος [s. masch. e femm.]
δολιεύομαι {δολιεύθηκ... δολοφονώ {δολοφονεί...
δολιευτικός [agg.] δόλωμα {δολώμ-ατο...
δόλιος {1} [agg.] δολωμένος [agg.]
δόλιος {2} [agg.] δολώνω (δόλ-ωσα, ...
δολιότητα [s. femm.] δομένος [s. masch.]
δολιοφθορά [s. femm.] δομή [s. femm.]
δολιοφθορέας {δολιοφθορ... δομημένος [agg.]
δολιχοδρομία [s. femm.] δόμηση {-ης κ. -ή...
δολιχοδρομώ {δολιχοδρο... δόμησις [s. femm.]
δολιχοκεφαλία [s. femm.] δομικός [agg.]
δολιχοκέφαλος [agg.] δομινικανή [s. femm.]
δολιχοκέφαλος [s. masch.] δομινικανός [agg.]
δολίως [avv.] δομώ {δομείς......
δολομίτης {δολομιτών... δον [s. masch.]
δολομιτικός [agg.] δόνα {χωρ. πληθ...
δολοπλοκία {δολοπλοκι... δονζουάν [s. masch.]
δολοπλόκος [agg.] δονημένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: