Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διπλοπρόσωπος [agg.] δίποδος [agg.]
διπλός [agg.] διπολικός [agg.]
διπλοσάγονο [s. nt.] διπολισμός [s. masch.]
διπλοσάγωνο [s. nt.] δίπολο {διπόλ-ου ...
διπλότυπο [s. nt.] δίπρακτος [agg.]
διπλότυπος [agg.] διπροσωπία [s. femm.]
διπλούς [agg.] διπρόσωπος [agg.]
διπλόφαρδος [agg.] δίπτερα [s. nt. pl.]
διπλοψηφίζω {διπλοψήφι... δίπτερος [agg.]
διπλοψηφισμένος [agg.] δίπτυχο {διπτύχ-ου...
δίπλωμα {διπλώμ-ατ... δις [avv.]
διπλωμάτης {διπλωματώ... δισάκι {χωρ. γεν....
διπλωματία {διπλωματι... δισακχαρίδιο [s. nt.]
διπλωματικά [avv.] δισεβδομαδιαίος [agg.]
διπλωματική [s. femm.] δισέγγονο [s. masch.]
διπλωματικός [agg.] δισέγγονος [s. masch.]
διπλωματικότητα [s. femm.] δισεκατομμύριο {δισεκατομ...
διπλωμάτισσα [s. femm.] δισεκατομμυριοστός [agg.]
διπλωματούχος [agg.] δισεκατομμυριούχα [s. femm.]
διπλωμένος [agg.] δισεκατομμυριούχος [agg.]
διπλώνομαι [v. pass.] δισεκατομμυριούχος [s. masch. e femm.]
διπλώνω {δίπλω-σα,... δίσεκτος [agg.]
διπλωπία {χωρ. πληθ... δίσεχτος [agg.]
δίπλωση [s. femm.] δισθενής {δισθεν-ού...
δίποδο {διπόδ-ου ... δισκάδικο [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: