Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διορίζομαι [v. pass.] διπλανός [s. masch.]
διορίζω (διόρ-ισα,... διπλάρωμα [s. nt.]
διορισθείς [agg.] διπλαρωμένος [agg.]
διορισμένος [agg.] διπλαρώνω {διπλάρω-σ...
διορισμός [s. masch.] διπλασιάζομαι [v. pass.]
διόρυξη {-ης κ. -ύ... διπλασιάζω (διπλασί-α...
διορύσσω (διώρ-υξα,... διπλασιασμένος [agg.]
διορυχθείς [agg.] διπλασιασμός [s. masch.]
διορώ [-άς, -ά] διπλασιαστής [s. masch.]
διοσημία {διοσημιών... διπλάσιος [agg.]
διότι [avv.] δίπλες [sost femm. pl.]
διούρηση {-ης κ. -ή... δίπλευρος [agg.]
διούρησις [s. femm.] διπλή [s. femm.]
διουρητικό [s. nt.] διπληγία [s. femm.]
διουρητικός [agg.] διπλογραφία {διπλογραφ...
διοχετευμένος [agg.] διπλοεγγεγραμμένος [agg.]
διοχέτευση [s. femm.] διπλοεστιακός [agg.]
διοχετεύω (διοχέτ-εψ... διπλοθεσιτισσα {διπλοθε-σ...
δίπατος [agg.] διπλοκλειδωμένος [agg.]
δίπλα [s. femm.] διπλοκλειδώνω {διπλοκλεί...
δίπλα [avv.] διπλόκοκκος [s. masch.]
διπλά [avv.] διπλόπιετος [agg.]
διπλανή [s. femm.] διπλοπροσωπία [s. femm.]
διπλάνο [s. nt.] διπλοπρόσωπος [agg.]
διπλανός [agg.] διπλός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: