Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διόδιο [s. nt.] διόπτρες [sost femm. pl.]
δίοδος {διόδ-ου |... διοπτρικός [agg.]
διοικημένος [agg.] διοπτροφόρος [agg.]
διοίκηση {-ης κ. -ή... διόραμα [s. nt.]
διοικητήριο {διοικητήρ... διόραση {-ης κ. -ά...
διοικητής {-ή κ. -ού... διόρασις [s. femm.]
διοικητικός [agg.] διορατικά [avv.]
διοικήτρια {διοικητρι... διορατικός [agg.]
διοικώ {διοικείς.... διορατικότητα {χωρ. πληθ...
διοικών [agg.] διοργανωμένος [agg.]
διολισθαίνω {διολίσθησ... διοργανώνω {διοργάνω-...
διολίσθηση {-ης κ. -ή... διοργάνωση {-ης κ. -ώ...
διολίσθησις [s. femm.] διοργανωτής {διοργανωτ...
διόλου [avv.] διοργανωτικός [agg.]
διομολογημένος [agg.] διοργανώτρια {διοργανωτ...
διομολογήσεις [sost femm. pl.] διορθόνω [v. trans.]
Διονύσης [s. masch.] διόρθωμα {διορθώμ-α...
διονυσιακός [agg.] διορθωμένος [agg.]
διονυσιασμός [s. masch.] διορθώνομαι [v. pass.]
διονυσιαστής [s. masch.] διορθώνω (διόρθ-ωσα...
Διόνυσος {Διονύσου} διόρθωση [-εις]
διοξείδιο [s. nt.] διορθωτής [s. masch.]
διοξίνη {διοξινών} διορθωτικός [agg.]
διόπτευση [s. femm.] διορθώτρια [s. femm.]
διόπτρα {διόπτρων} διορία [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: