Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διορατικά [avv.] διορύσσω (διώρ-υξα,...
διορατικός [agg.] διορυχθείς [agg.]
διορατικότητα {χωρ. πληθ... διορώ [-άς, -ά]
διοργανωμένος [agg.] διοσημία {διοσημιών...
διοργανώνω {διοργάνω-... διότι [avv.]
διοργάνωση {-ης κ. -ώ... διούρηση {-ης κ. -ή...
διοργανωτής {διοργανωτ... διούρησις [s. femm.]
διοργανωτικός [agg.] διουρητικό [s. nt.]
διοργανώτρια {διοργανωτ... διουρητικός [agg.]
διορθόνω [v. trans.] διοχετευμένος [agg.]
διόρθωμα {διορθώμ-α... διοχέτευση [s. femm.]
διορθωμένος [agg.] διοχετεύω (διοχέτ-εψ...
διορθώνομαι [v. pass.] δίπατος [agg.]
διορθώνω (διόρθ-ωσα... δίπλα [s. femm.]
διόρθωση [-εις] δίπλα [avv.]
διορθωτής [s. masch.] διπλά [avv.]
διορθωτικός [agg.] διπλανή [s. femm.]
διορθώτρια [s. femm.] διπλάνο [s. nt.]
διορία [s. femm.] διπλανός [agg.]
διορίζομαι [v. pass.] διπλανός [s. masch.]
διορίζω (διόρ-ισα,... διπλάρωμα [s. nt.]
διορισθείς [agg.] διπλαρωμένος [agg.]
διορισμένος [agg.] διπλαρώνω {διπλάρω-σ...
διορισμός [s. masch.] διπλασιάζομαι [v. pass.]
διόρυξη {-ης κ. -ύ... διπλασιάζω (διπλασί-α...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: