Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δικηγόρος [s. masch. e femm.] δικτάτορας {δικτατόρω...
δικηγορώ {δικηγορεί... δικτατορία {δικτατορι...
δίκην [avv.] δικτατορικός [agg.]
δικηροτρίκηρα [s. nt. pl.] δίκτυ [s. nt.]
δικινητήριος [agg.] δίκτυο {δικτύ-ου ...
δίκιο [s. nt.] δικτυοειδής [agg.]
δικλείδα [s. femm.] δικτύωμα {δικτυώμ-α...
δικλίδα [s. femm.] δικτυωμένος [agg.]
δίκλινος [agg.] δικτυώνομαι (δικτυ-ώθη...
δικογραφία {δικογραφι... δικτυώνω {δικτύω-σα...
δικοί [s. masch. pl.] δικτύωση {-ης κ. -ώ...
δικολαβικός [agg.] δικτυωτό [s. nt.]
δικολάβος [s. masch.] δικτυωτός [agg.]
δικομματικός [agg.] δίκυκλο {δικύκλ-ου...
δικομματισμός [s. masch.] δίκυκλος [agg.]
δικονομία {δικονομιώ... δικύλινδρος [agg.]
δίκοπος [agg.] δίλημμα {διλήμμ-ατ...
δικός [agg.] δίλοβος [agg.]
Δικοτυλήδονα [s. nt. pl.] διμερής [agg.]
δικοτυλήδονο [s. nt.] διμεταλλικός [agg.]
δικοτυλήδονος [agg.] διμεταλλισμός [s. masch.]
δίκοχο [s. nt.] δίμετρο [s. nt.]
δικράνι {δικραν-ιο... διμέτωπος [agg.]
δίκρανο {δικράν-ου... διμηνία [s. femm.]
δίκταμο {-ου κ. -ά... διμηνιαίος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: