Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διατριβή [s. femm.] διαφανοσκόπηση [s. femm.]
διατρίβω {διέτριψα}... Διαφανοσκόπιο [s. nt.]
διατροφή {χωρ. πληθ... διαφανώς [avv.]
διατροφικός [agg.] διάφεγγος [agg.]
διατρυπημένος [agg.] διαφέντεμα [s. nt.]
διατρύπηση [s. femm.] διαφεντευμένος [agg.]
διατρυπώ {διατρυπάς... διαφεντεύω {διαφέντ-ε...
διάττοντας [s. masch.] διαφέρομαι [v. pass.]
διάττων {διάττ-οντ... διαφέρον [s. nt.]
διατυμπανίζω {διατυμπάν... διαφέρω {διέφερα} ...
διατυμπάνιση [s. femm.] διαφέρων [agg.]
διατυμπανισμένος [agg.] διαφεύγω Ρ αόρ. διέ...
διατυπωμένος [agg.] διαφημίζομαι [v. pass.]
διατυπώνω {διατύπω-σ... διαφημιζόμενος [agg.]
διατυπώσεις {-ης κ. -ώ... διαφημίζω {διαφήμισ-...
διατύπωση {-ης κ. -ώ... διαφήμιση {-ης κ. -ί...
διαύγεια {χωρ. πληθ... διαφημισμένος [agg.]
διαυγέστατος [agg.] διαφημιστές [s. masch. pl.]
διαυγέστερος [agg.] διαφημιστής {διαφημιστ...
διαυγής {διαυγ-ούς... διαφημιστικός [agg.]
δίαυλος {διαύλ-ου ... διαφημίστρια {διαφημιστ...
διαφαίνομαι (διαφάνηκα... διαφθείρομαι Ρ αόρ. διέ...
διαφάνεια {διαφανειώ... διαφθείρω {διέφθ-ειρ...
διαφανής {διαφαν-ού... διαφθορά [s. femm.]
διάφανος [agg.] διαφθορέας {διαφθορ-ε...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: