Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διασκοπία [s. femm.] διασπείρω {διέσπειρα...
διασκόπιο {διασκοπί-... διασπορά {χωρ. πληθ...
διασκορπίζομαι [v. pass.] διασπώ {διασπάς.....
διασκορπίζω {διασκόρπι... διασπώμαι [-άσαι]
διασκόρπιση [s. femm.] διασπώμενος [agg.]
διασκορπισμένος [agg.] διασπών [agg.]
διασκορπισμός [s. masch.] διασταλτός [agg.]
διασκορπιστικός [agg.] διαστάσεις [sost femm. pl.]
διασκορπώ [v. trans.] διάσταση {-ης κ. -ά...
διασπαθίζω {διασπαθισ... διαστάση [s. femm.]
διασπάθιση [s. femm.] διαστατικός [agg.]
διασπάθισις [s. femm.] διασταυρούμενος [agg.]
διασπαθισμένος [agg.] διασταυρωμένος [agg.]
διασπαθιστής [agg.] διασταυρώνομαι [v. pass.]
διασπαρμένος [agg.] διασταυρώνω {διασταύρω...
διάσπαρτα [avv.] διασταύρωση {-ης κ. -ώ...
διάσπαρτος [agg.] διασταυρώσιμος [agg.]
διάσπαση {-ης κ. -ά... διαστέλλομαι Ρ αόρ. διέ...
διασπάσιμος [agg.] διαστέλλω {διέστειλα...
διασπασιμότητα [s. femm.] διαστέλλων [agg.]
διασπασμένος [agg.] διάστημα {διαστήμ-α...
διασπαστής {διασπαστρ... διαστημάνθρωπος {διαστημαν...
διασπαστικός [agg.] διαστημικός [agg.]
διασπάστρια {διασπαστρ... διαστημόμετρο {διαστημομ...
διασπείρομαι Ρ αόρ. διέ... διαστημόπλοιο {διαστημοπ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: