Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διακεκομμένος [agg.] διακοινοτικός [agg.]
διακεκριμένα [avv.] διακοινώνω (διακοίν-ω...
διακεκριμένος [agg.] διακοίνωση {-ης κ. -ώ...
διάκενο {διακέν-ου... διακομιδή [s. femm.]
διακηρυγμένος [agg.] διακομίζω {διακόμισ-...
διακήρυξη {-ης κ. -ύ... διακομματικός [agg.]
διακηρύσσω {διακήρυ-ξ... διακονεύω {διακόνεψα...
διακηρύττω {διακήρυ-ξ... διακονία [s. femm.]
διακηρύχνω (διακήρ-υξ... διακονιά {διακονιών...
διακινδύνευση [s. femm.] διακονιάρα [s. femm.]
διακινδυνεύω {διακινδύν... διακονιάρης {διακονιάρ...
διακινδυνεύω {διακινδύν... διακονιάρισσα {διακονιαρ...
διακινημένος [agg.] διακονικό [s. femm.]
διακίνηση {-ης κ. -ή... διακονικός [agg.]
διακίνησις [s. femm.] διακόνισσα {διακονισσ...
διακινητής [s. masch.] διάκονος {διακόν-ου...
διακινήτρια [s. femm.] διακονώ {διακονείς...
διακινούμαι [v. pass.] διακοπείς [agg.]
διακινώ {διακινείς... διακοπές [sost femm. pl.]
διακλαδίζομαι {διακλαδίσ... διακοπή [s. femm.]
διακλαδισμένος [agg.] διακόπτης {διακοπτών...
διακλαδωμένος [agg.] διακόπτομαι Ρ αόρ. διέ...
διακλαδώνομαι (διακλαδ-ώ... διακοπτόμενος [agg.]
διακλαδώνω [v. trans.] διακόπτω {διέκοψα, ...
διακλάδωση {-ης κ. -ώ... Διακόπτων [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: