Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διάδοχοι [s. masch. pl.] διαθέσιμα [s. nt. pl.]
διάδοχος {διαδόχ-ου... διαθέσιμος [agg.]
διαδραματίζω {διαδραμάτ... διαθεσιμότητα [s. femm.]
διαδραματισμένος [agg.] διαθέτης [s. masch.]
διαδραστικότατος [agg.] διαθέτρια [s. femm.]
διαδραστικότερος [agg.] διαθέτω {διέθεσα, ...
διαδραστικώτατος [agg.] διαθήκη {διαθηκών}
διαδραστικώτερος [agg.] διάθλαση {-ης κ. -ά...
διαδρομή [s. femm.] διαθλασθείς [agg.]
διάδρομος {διαδρόμ-ο... διαθλασιμετρία [s. femm.]
διαζευγμένη [s. femm.] διαθλασίμετρο [s. nt.]
διαζευγμένος [agg.] διαθλάσιμος [agg.]
διαζευγμένος [s. masch. e femm.] διαθλασιμότητα [s. femm.]
διαζευκτικός [agg.] διαθλασμένος [agg.]
διάζευξη {-ης κ. -ε... διαθλαστής [s. masch.]
διαζεύξη [s. femm.] διαθλαστικός [agg.]
διαζύγιο [s. nt.] διαθλαστικότητα [s. femm.]
διάζωμα {διαζώμ-ατ... διαθλώ {διαθλάς.....
διαζωτυπία [s. femm.] διαθλώμαι [v. pass.]
διαθερμαίνω (διαθέρμ-α... διαιρεμένος [agg.]
διαθερμασμένος [agg.] διαίρεση {-ης κ. -έ...
διαθερμία [s. femm.] διαίρεσις [s. femm.]
διαθερμικός [agg.] διαιρετέος [agg.]
διαθέσεις [-εις] διαιρετέος [s. masch.]
διάθεση [-εις] διαιρέτης {διαιρετών...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: