Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
διαδεδομένος [agg.] διάδοχοι [s. masch. pl.]
διαδέχομαι {διαδέχθηκ... διάδοχος {διαδόχ-ου...
διαδηλωμένος [agg.] διαδραματίζω {διαδραμάτ...
διαδηλώνω {διαδήλω-σ... διαδραματισμένος [agg.]
διαδήλωση {-ης κ. -ώ... διαδραστικότατος [agg.]
διαδηλωτής [s. masch.] διαδραστικότερος [agg.]
διαδηλώτρια {διαδηλωτρ... διαδραστικώτατος [agg.]
διάδημα {διαδήμ-ατ... διαδραστικώτερος [agg.]
διαδίδεται [v. imp.] διαδρομή [s. femm.]
διαδίδομαι Ρ αόρ. διέ... διάδρομος {διαδρόμ-ο...
διαδίδω {διέδωσα, ... διαζευγμένη [s. femm.]
διαδίδων [agg.] διαζευγμένος [agg.]
διαδικασία {διαδικασι... διαζευγμένος [s. masch. e femm.]
διαδικαστικός [agg.] διαζευκτικός [agg.]
διάδικοι [s. masch. pl.] διάζευξη {-ης κ. -ε...
διάδικος {διαδίκ-ου... διαζεύξη [s. femm.]
διαδίκτυο {Eιαδικτύο... διαζύγιο [s. nt.]
διαδόσεις [sost femm. pl.] διάζωμα {διαζώμ-ατ...
διάδοση {-ης κ. -ό... διαζωτυπία [s. femm.]
διαδοσίας {διαδοσιών... διαθερμαίνω (διαθέρμ-α...
διαδόσιμος [agg.] διαθερμασμένος [agg.]
διαδοχή [s. femm.] διαθερμία [s. femm.]
διαδοχικά [avv.] διαθερμικός [agg.]
διαδοχικός [agg.] διαθέσεις [-εις]
διαδοχικότητα [s. femm.] διάθεση [-εις]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: