Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δέφω [v. trans.] δηλητηριωδέστερος [agg.]
δέχομαι αόρ. εντικ... δηλητηριώδης {δηλητηριώ...
δεχόμενος [agg.] δηλονότι [avv.]
δεχτός [agg.] δηλοποιημένος [agg.]
δεψικός [agg.] δηλοποίηση [s. femm.]
δη [avv.] δηλοποιώ {δηλοποιεί...
δηγιέμαι (δηγήθηκα) δήλος [agg.]
δήγμα {δήγμ-ατος... δηλωμένα [avv.]
δήθεν [avv.] δηλωμένος [agg.]
δηκτικά [avv.] δηλών [s. masch.]
δηκτικός [agg.] δηλώνω {δήλω-σα, ...
δηκτικότατος [agg.] δηλώνων [s. masch.]
δηκτικότερος [agg.] δήλωση {-ης κ. -ώ...
δηκτικότητα [s. femm.] δηλώσιμος [agg.]
δηκτικώτατος [agg.] δηλωτικός [agg.]
δηκτικώτερος [agg.] δημαγωγία {δημαγωγιώ...
δηλαδή [cong.] δημαγωγικός [agg.]
δηλαδή [avv.] δημαγωγικότατος [agg.]
δηλητηριάζομαι [v. pass.] δημαγωγικότερος [agg.]
δηλητηριάζω (δηλητηρί-... δημαγωγικώτατος [agg.]
δηλητηρίαση {-ης κ. -ά... δημαγωγικώτερος [agg.]
δηλητηριασμένος [agg.] δημαγωγός [s. masch. e femm.]
δηλητηριαστής [s. masch.] δημαγωγώ {δημαγωγεί...
δηλητήριο {δηλητηρί-... δημαρχείο [s. nt.]
δηλητηριωδέστατος [agg.] δημαρχία {δημαρχιών...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: