Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δηλητηριωδέστερος [agg.] δημαρχιακός [agg.]
δηλητηριώδης {δηλητηριώ... δημαρχίνα {χωρ. γεν....
δηλονότι [avv.] δήμαρχος {-ου κ. -ά...
δηλοποιημένος [agg.] δημευμένος [agg.]
δηλοποίηση [s. femm.] δήμευση {-ης κ. -ε...
δηλοποιώ {δηλοποιεί... δημεύσιμος [agg.]
δήλος [agg.] δημευτικός [agg.]
δηλωμένα [avv.] δημεύω {δήμευ-σα,...
δηλωμένος [agg.] δημηγορία {δημηγοριώ...
δηλών [s. masch.] δημηγορώ {-είς...} ...
δηλώνω {δήλω-σα, ... Δήμητρα [nome pr. femm.]
δηλώνων [s. masch.] δημητριακά [s. nt. pl.]
δήλωση {-ης κ. -ώ... δημητριακό [s. nt.]
δηλώσιμος [agg.] δημητριακός [agg.]
δηλωτικός [agg.] Δημήτριος {Eημητρίου...
δημαγωγία {δημαγωγιώ... δήμιος {-ου κ. -ί...
δημαγωγικός [agg.] δημιούργημα {δημιουργή...
δημαγωγικότατος [agg.] δημιουργημένος [agg.]
δημαγωγικότερος [agg.] δημιουργία {δημιουργι...
δημαγωγικώτατος [agg.] δημιουργικός [agg.]
δημαγωγικώτερος [agg.] δημιουργικότατος [agg.]
δημαγωγός [s. masch. e femm.] δημιουργικότερος [agg.]
δημαγωγώ {δημαγωγεί... δημιουργικότητα [s. femm.]
δημαρχείο [s. nt.] δημιουργικώτατος [agg.]
δημαρχία {δημαρχιών... δημιουργικώτερος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: