Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δεσμεύω {δεύσμευ-σ... δεσποτικότατος [agg.]
δέσμη {δεσμών} δεσποτικότερος [agg.]
δεσμίδα [s. femm.] δεσποτικώτατος [agg.]
δεσμιδωτός [agg.] δεσποτικώτερος [agg.]
δεσμικός [agg.] δεσποτισμός {χωρ. πληθ...
δέσμιος [agg.] δέστρα {σπάν. δεσ...
δεσμός {πληθ. δεσ... δετός [agg.]
δεσμοφύλακας {δεσμοφυλά... Δευτέρα [s. femm.]
δεσμωτήριο {δεσμωτηρί... δευτεραγωνιστής [s. masch.]
δεσμώτης {δεσμωτών} δευτεραγωνίστρια [s. femm.]
δεσμώτις [s. femm.] δευτερευόντως [avv.]
δεσμώτρια {δεσμωτριώ... δευτερεύων [agg.]
δεσοξυριβονουκλεοπρωτεΐνη [s. femm.] δευτέριο [s. nt.]
δεσπόζω {δέσποσα} ... δευτεροβάθμιος [agg.]
δεσπόζων [agg.] δευτερογενής [agg.]
δέσποινα {-ας κ. (λ... δευτεροετής [agg.]
δεσποινίδα [s. femm.] δευτερόκλιτος [agg.]
δεσποινιδούλα [s. femm.] δευτερόλεπτο [s. nt.]
δεσποινίς {δεσποιν-ί... δευτερολογία {δευτερολο...
δεσποσύνη {χωρ. γεν.... δευτερολογώ {δευτερολο...
δέσποτας [s. masch.] Δευτερονόμιο {jευτερονο...
δεσποτάτο [s. nt.] δεύτερος {δευτέρου}
δεσπότης {-η κ. (λό... δευτερότοκος [agg.]
δεσποτικά [avv.] δευτέρωμα [s. nt.]
δεσποτικός [agg.] δευτερώνω {δευτέρω-σ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: