Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δεξαμενισμός {χωρ. πληθ... δεξιώνομαι {δεξιώθηκα...
δεξαμενόπλοιο [s. nt.] δεξίωση {-ης κ. -ώ...
δεξιά [s. femm.] δεξιώτατος [agg.]
δεξιά [avv.] δεξιώτατος [agg.]
δέξιμο [s. nt.] δεξιώτερος [agg.]
δεξιοκαρδία [s. femm.] δεξιώτερος [agg.]
δεξιός [agg.] δεξτρίνη [s. femm.]
δεξιός [s. masch.] δέομαι {δεήθηκα (...
δεξιόστροφα [avv.] δέον [s. nt.]
δεξιόστροφος [agg.] δέοντα [s. nt. pl.]
δεξιοσύνη [s. femm.] δεοντολογία {χωρ. πληθ...
δεξιότατος [agg.] δεοντολογικός [agg.]
δεξιότατος [agg.] δεόντως [avv.]
δεξιότερος [agg.] δέος {δέους | χ...
δεξιότερος [agg.] δέρας [s. nt.]
δεξιοτέχνες [sost femm. pl.] δερβέναγας {δερβεναγά...
δεξιοτέχνης {δεξιοτεχν... δερβένι {δερβεν-ιο...
δεξιοτεχνία [s. femm.] δερβίσης {δερβίσ-ηδ...
δεξιοτεχνικά [avv.] δέρμα {δέρμ-ατος...
δεξιοτεχνικός [agg.] δέρματα [s. nt. pl.]
δεξιοτέχνις {δεξιοτέχν... δερματαλοιφή [s. femm.]
δεξιοτέχνισσα [s. femm.] δερματεμπόριο [s. nt.]
δεξιότητα {δεξιοτήτω... δερματέμπορος [s. masch.]
δεξιόχειρας {δεξιοχείρ... δερματικός [agg.]
δεξιοχειρία [s. femm.] δερμάτινος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: