Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δεκατρία [agg. num. card.] δελφίνι {δελφιν-ιο...
δεκατριάρα {χωρ. γεν.... δελφινιέρα [s. femm.]
δεκαχίλιαρο [s. nt.] δελφίνος [s. masch.]
δεκάχρονος [agg.] Δελφοί [s. masch. pl.]
Δεκέμβρης [s. masch.] δέμα [s. nt.]
δεκεμβριανός [agg.] δέμας [s. nt.]
δεκεμβριάτικος [agg.] δεματάκι [s. nt.]
Δεκέμβριος {Δεκεμβρίο... δεμάτι {δεματ-ιού...
δεκτά [avv.] δεματιάζω (δεμάτ-ιασ...
δέκτης {δεκτών} δεμάτιασμα [s. nt.]
δεκτικός {χωρ. πληθ... δεματιασμένος [agg.]
δεκτικότητα {χωρ. πληθ... δεμάτιο [s. nt.]
δεκτός [agg.] δεμένος [agg.]
δελεάζω {δελέασ-α,... δεν [avv.]
δελεάζων [agg.] δενάρι [s. nt.]
δέλεαρ {δελέατος·... δενδράκι [s. nt.]
δελεασμένος [agg.] δενδρίτης [s. masch.]
δελεασμός [s. masch.] δενδριτικός [agg.]
δελεαστικός [agg.] δενδρόβιος [agg.]
δελεαστικότητα [s. femm.] δενδρογαλή [s. femm.]
δέλτα [s. nt.] δενδρογαλιά [s. femm.]
δελτάριο {δελταρί-ο... δενδρογραφία [s. femm.]
δελτίο [s. nt.] δενδρογραφικός [agg.]
δελτοειδής {δελτοειδ-... δενδροειδής {δενδροειδ...
δελφικός [agg.] δενδροκαλλιέργεια {δενδροκαλ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: