Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δεκαρχία [s. femm.] δεκτικότητα {χωρ. πληθ...
δέκαρχος [s. masch.] δεκτός [agg.]
δεκασμός [s. masch.] δελεάζω {δελέασ-α,...
δεκάστυλος [agg.] δελεάζων [agg.]
δεκασύλλαβος [s. masch.] δέλεαρ {δελέατος·...
δέκατα [s. nt. pl.] δελεασμένος [agg.]
δεκατέσσερα [s. nt.] δελεασμός [s. masch.]
δεκατεσσερεις {δεκατεσσά... δελεαστικός [agg.]
δεκατετράχρονος [agg.] δελεαστικότητα [s. femm.]
δεκατημόριο [s. nt.] δέλτα [s. nt.]
δεκατίζω {δεκάτισ-α... δελτάριο {δελταρί-ο...
δεκάτομος [agg.] δελτίο [s. nt.]
δέκατος [agg. num. ord.] δελτοειδής {δελτοειδ-...
δεκατρείς {δεκατριών... δελφικός [agg.]
δεκατρία [agg. num. card.] δελφίνι {δελφιν-ιο...
δεκατριάρα {χωρ. γεν.... δελφινιέρα [s. femm.]
δεκαχίλιαρο [s. nt.] δελφίνος [s. masch.]
δεκάχρονος [agg.] Δελφοί [s. masch. pl.]
Δεκέμβρης [s. masch.] δέμα [s. nt.]
δεκεμβριανός [agg.] δέμας [s. nt.]
δεκεμβριάτικος [agg.] δεματάκι [s. nt.]
Δεκέμβριος {Δεκεμβρίο... δεμάτι {δεματ-ιού...
δεκτά [avv.] δεματιάζω (δεμάτ-ιασ...
δέκτης {δεκτών} δεμάτιασμα [s. nt.]
δεκτικός {χωρ. πληθ... δεματιασμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: