Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δεκαετηρίδα [s. femm.] δεκαοχτάχρονος [s. masch.]
δεκαετής [agg.] δεκαοχτούρα [s. femm.]
δεκαετία [s. femm.] δεκαοχτώ [agg. num. card.]
δεκαεφτά [agg. num. card.] δεκαπενθήμερο [s. nt.]
δεκαεφτάρα [s. femm.] δεκαπενθήμερος [agg.]
δεκαεφτάρης [s. masch.] δεκαπενταετής [agg.]
δεκαεφτασύλλαβος [agg.] δεκαπενταετία {δεκαπεντα...
δεκαεφτάχρονος [agg.] δεκαπενταριά {χωρ. πληθ...
δεκαήμερο [s. nt.] δεκαπεντασύλλαβος [agg.]
δεκαθλητής [s. masch.] Δεκαπενταύγουστος [s. masch.]
δέκαθλο {δεκάθλου ... Δεκαπεντάχρονος [agg.]
δεκάλεπτο {δεκαλέπτ-... δεκαπέντε [agg. num. card.]
δεκάλιτρο [s. nt.] δεκαπλασιάζω (δεκαπλασί...
δεκάλογος {δεκαλόγ-ο... δεκαπλασιασμένος [agg.]
δεκαμελής [agg.] δεκαπλάσιος [agg.]
δεκάμετρο [s. nt.] δεκαπλός [agg.]
δεκανέας {δεκαν-είς... δεκάποδα [s. nt. pl.]
δεκανίκι {δεκανικ-ι... δεκάρα {δύσχρ. δε...
δεκάξι [agg. num. card.] δεκαριά {χωρ. πληθ...
δεκαοκτάρα [s. femm.] δεκάρικο [s. nt.]
δεκαοκτάρης [s. masch.] δεκαρχία [s. femm.]
δεκαοκτάχρονος [agg.] δέκαρχος [s. masch.]
δεκαοκτώ [agg. num. card.] δεκασμός [s. masch.]
δεκαοχτάρα {χωρ. γεν.... δεκάστυλος [agg.]
δεκαοχτάρης {δεκαοχτάρ... δεκασύλλαβος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: