Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δαψιλέστατος [agg.] δείκτης {δεικτών}
δαψιλέστερος [agg.] δεικτικός [agg.]
δαψιλής {δαψιλ-ούς... δειλά [avv.]
δε [cong.] δείλι [s. nt.]
δε [avv.] δείλια [s. femm.]
δεβόνιος [agg. e s. masc.] δειλία {χωρ. πληθ...
δεδηλωμένη [s. femm.] δειλιάζω {δείλιασα}...
δεδηλωμένος [agg.] δειλιάζω {δείλιασα}...
δεδικασμένο [s. nt.] δείλιασμα [s. nt.]
δεδικασμένος [agg.] δειλινό [s. nt.]
δεδομένα [s. nt. pl.] δειλός [agg.]
δεδομένο [s. nt.] δειλότατος [agg.]
δεδομένος [agg.] δειλότερος [agg.]
δεδουλευμένος [agg.] δειλόψυχος [agg.]
δεήσεις [sost femm. pl.] δείνα [pron. indef.]
δέηση {-ης κ. -ή... δεινά [s. nt. pl.]
δεητικά [avv.] δεινοπάθημα [s. nt.]
δεητικός [agg.] δεινοπάθηση [s. femm.]
δείγμα {δείγμ-ατο... δεινοπαθώ {δεινοπαθε...
δειγματίζω {δειγμάτισ... δεινός [agg.]
δειγματοληπτικός [agg.] δεινόσαυρος {-ου κ. -α...
δειγματοληψία {δειγματολ... δεινότατος [agg.]
δειγματολόγιο {δενγματολ... δεινότερος [agg.]
δειγμένος [agg.] δεινότητα {χωρ. πληθ...
δεικνύων [agg.] δείξα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: