Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δασκάλα [s. femm.] δασοπονία {χωρ. πληθ...
δασκάλεμα [s. nt.] δασοπόνος [s. masch.]
δασκαλεμένος [agg.] δάσος {δάσ-ους |...
δασκαλεύω {δασκάλ-εψ... δασοσκέπαστος [agg.]
δασκαλικός [agg.] δασοσκεπής [agg.]
δασκαλισμός [s. masch.] δασοτόπι [s. nt.]
δασκαλίστικος [agg.] δασότοπος {-ου κ. -ό...
δάσκαλος {-ου κ. -ά... δασοφύλακας {δασοφυλάκ...
δασμοί [s. masch. pl.] δασύθριξ [s. masch. e femm.]
δασμολογημένος [agg.] δασύλλιο {δασυλλί-ο...
δασμολόγηση {-ης κ. -ή... δασύνομαι [v. pass.]
δασμολογητέος [agg.] δασυνόμενος [agg.]
δασμολογικός [agg.] δασύνω {δάσυν-α, ...
δασμολόγιο {δασμολογί... δασύουρος [s. masch.]
δασμολογούμενος [agg.] δασύς {δασ-ιού κ...
δασμολογώ {δασμολογε... δασύτατος [agg.]
δασμός [s. masch.] δασύτερος [agg.]
δασόβιος [agg.] δασύτητα [s. femm.]
δασοδίαιτος [agg.] δασύτριχος [agg.]
δασοκομία {χωρ. πληθ... δασώδης {δασώδ-ους...
δασοκόμος [s. masch. e femm.] δασωμένος [agg.]
δασολογία {χωρ. πληθ... δασώνω {δάσω-σα, ...
δασολόγος [s. masch. e femm.] δάσωση [s. femm.]
δασονομία {χωρ. πληθ... δάσωσις [s. femm.]
δασονόμος [s. masch.] δαυλί {δαυλ-ιού ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: