Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
δανειοδοτημένος [agg.] δαπανηρότατος [agg.]
δανειοδότηση {-ης κ. -ή... δαπανηρότερος [agg.]
δανειοδότρια {δανειοδο-... δαπανώ {δαπανάς.....
δανειοδοτώ [-είς, -εί... δαπανώμαι [v. pass.]
δανειολήπτρια {δα-νειολη... δάπεδο {δαπέδ-ου ...
δάνειος [agg.] δαρβίνειος [agg.]
δανεισμένος [agg.] δαρβινισμός [s. masch.]
δανεισμός [s. masch.] δαρβινιστής [s. masch.]
δανειστής [s. masch.] δαρμένος [agg.]
δανειστικός [agg.] δαρμός [s. masch.]
δανείστρια {δανειστρι... δάρσιμο {δαρσίμ-ατ...
Δανία [s. femm.] δάρτης [s. masch.]
Δανικά [s. nt. pl.] δασάκι {χωρ. γεν....
δανικός [agg.] δασαρχείο [s. nt.]
Δανός [s. masch.] δασάρχης {δασαρχών}
δαντέλα {δαντελών} δασικός [agg.]
δαντέλωση [s. femm.] δασικός [s. masch.]
δαντελωτός [agg.] δασκάλα [s. femm.]
δαντικός [agg.] δασκάλεμα [s. nt.]
δαπανάω [-άς, -ά] ... δασκαλεμένος [agg.]
δαπανεύομαι [v. pass.] δασκαλεύω {δασκάλ-εψ...
δαπάνη {δαπανών} δασκαλικός [agg.]
δαπανημένος [agg.] δασκαλισμός [s. masch.]
δαπανηρά [avv.] δασκαλίστικος [agg.]
δαπανηρός [agg.] δάσκαλος {-ου κ. -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: