Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γραφολογικός [agg.] γρίπη {χωρ. πληθ...
γραφολόγος [s. masch. e femm.] γριπιασμένος [agg.]
γράφομαι (-) γρίφοι [s. masch. pl.]
γραφομανής [s. masch. e femm.] γρίφος [s. masch.]
γραφομανία [s. femm.] γριφώδης [agg.]
γραφομηχανή [s. femm.] γροθιά [s. femm.]
γραφτό [s. nt.] γροθοκόπημα [s. nt.]
γράφω {μτχ. ενεσ... γροθοκοπώ [v. trans.]
γράφω {μτχ. ενεσ... γροθοπατινάδα [s. femm.]
γράψιμο {γραψίμ-ατ... γρόθος [s. masch.]
γρήγορα [avv.] γροικητά [avv.]
γρήγορα [int.] γροικώ {γροικάς.....
γρηγοράδα {χωρ. πληθ... Γροινλανδία [nome pr. femm.]
Γρηγόρης [nome pr. masch.] γροινλανδικός [agg.]
γρηγοριανός [agg.] Γροινλανδός [s. masch. e femm.]
γρήγορος [agg.] γρονθοκόπημα [s. nt.]
γρηγοροσύνη [s. femm.] γρονθοκοπημένος [agg.]
γρηγορότατος [agg.] γρονθοκοπώ {γρονθοκοπ...
γρηγορότερος [agg.] γρόνθος [s. masch.]
γρηγορώ {γρηγορείς... γρόσα [s. femm.]
γριά [s. femm.] γρόσι {σπάν. γρο...
γρικάω [v. trans.] γρόσια [s. nt. pl.]
γρίλια {χωρ. γεν.... γρόσιον [s. nt.]
γρίλιες [sost femm. pl.] γρουσουζεύω {γρου-σούζ...
γρίνια [s. femm.] γρουσούζης {γρουσούζη...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: