Notice: Undefined index: NPNP in /home/websites/grecomoderno.com/www/dizionario-greco-italiano.php on line 717

Notice: Trying to access array offset on value of type null in /home/websites/grecomoderno.com/www/dizionario-greco-italiano.php on line 717
ERRORE: NPNP DIZIONARIO GRECO MODERNO

Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γοερός [agg.] γόμφος [s. masch.]
γόης {γό-ητες κ... γομωμένος [agg.]
γόησσα {γοησσών} γομώνω {γόμω-σα, ...
γόητας [s. masch.] γόμωση {-ης κ. -ώ...
γοητεία {χωρ. πληθ... γόνα [s. nt.]
γοητευμένος [agg.] γοναδοτροπίνη [s. femm.]
γοητεύομαι (-) γόνατα [s. nt. pl.]
γοητευτής [s. masch.] γονατιά [s. femm.]
γοητευτικά [avv.] γονατίζω {γονάτισ-α...
γοητευτικός [agg.] γονατίζω {γονάτισ-α...
γοητευτικότητα [s. femm.] γονάτιο [s. nt.]
γοητεύω {γοήτ-ευσα... γονάτιος [agg.]
γόητρο {γοήτρου |... γονάτισμα [s. nt.]
γόισσα [s. femm.] γονατισμένος [agg.]
Γολγοθάς χωρίς πληθ γονατιστά [avv.]
γολέτα {γολετών} γονατιστός [agg.]
Γολιάθ [nome pr. masch.] γόνατο {γονάτ-ου ...
γόμα [s. femm.] γονατώδης [agg.]
γομαλάκα [s. femm.] γόνδολα {χωρ. γεν....
γομαλάστιχα [s. femm.] γονδολιέρης {γονδολιέρ...
γομάρι {γομαρ-ιού... γονέας {γον-είς, ...
γόμμα {χωρ. γεν.... γονείς [s. masch. pl.]
γομολάστιχα [s. femm.] γονιδιακός [agg.]
Γόμορα [npnp] γονίδιο {γονιδί-ου...
γόμος [s. masch.] γονιδίωμα {γονιδιώμ-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: