Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
γνωμοδοτώ {γνωμοδοτε... γνωστοποίηση [s. femm.]
γνώμονας {γνωμόνων} γνωστοποιώ {γνωστοποι...
γνώμων [s. masch.] γνωστός [agg.]
γνωρίζομαι [v. pass.] γνωστός [s. masch.]
γνωριζόμαστε [v. pass.] γνωστότατος [agg.]
γνωρίζω {γνώρισ-α,... γνωστότατος [agg.]
γνωριμία, (popolare) γνωριμιά {γνωριμιών... γνωστότερος [agg.]
γνωριμίες [sost femm. pl.] γνώστρια {γνωστριών...
γνώριμος [agg.] γόβα {χωρ. γεν....
γνώρισμα {γνωρίσμ-α... γογγύζω {γόγγυξα} ...
γνωρισμένος [agg.] γογγύλι {γογγυλ-ιο...
γνώση {-ης κ. -ώ... γογγυσμός [s. masch.]
γνωσιολογία [s. femm.] γοερός [agg.]
γνωσιολογικός [agg.] γόης {γό-ητες κ...
γνώστης {χωρ. γεν.... γόησσα {γοησσών}
γνωστικά [avv.] γόητας [s. masch.]
γνωστικισμός [s. masch.] γοητεία {χωρ. πληθ...
γνωστικιστής [s. masch.] γοητευμένος [agg.]
γνωστικός [agg.] γοητεύομαι (-)
γνωστικότατος [agg.] γοητευτής [s. masch.]
γνωστικότερος [agg.] γοητευτικά [avv.]
γνωστικώτατος [agg.] γοητευτικός [agg.]
γνωστικώτερος [agg.] γοητευτικότητα [s. femm.]
γνωστιοποίηση [-εις] γοητεύω {γοήτ-ευσα...
γνωστοποιημένος [agg.] γόητρο {γοήτρου |...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: