Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αφανέρωτος [agg.] αφειδώς [avv.]
αφανής {αφαν-ούς ... αφέλεια {χωρ. πληθ...
αφανίζομαι ipf αφανιζ... αφέλειες {χωρ. πληθ...
αφανίζω {αφάνισ-α,... αφελέστατος [agg.]
αφανισμένος [agg.] αφελέστερος [agg.]
αφανισμός [s. masch.] αφελής {αφελ-ούς ...
αφανιστής [s. masch.] αφεμένος [agg.]
αφανιστικός [agg.] αφέντης {-ες κ. -ά...
αφάνταστος [agg.] αφεντιά [s. femm.]
άφαντος [agg.] αφεντικίνα {χωρ. γεν....
αφαρπάζομαι ipf αφαρπα... αφεντικό [s. nt.]
αφαρπάζω {αφήρπασα,... αφέντισσα {αφεντισσώ...
αφασία {αφασιών} αφέντρα {χωρ. γεν....
άφατος [agg.] αφερέγγυος [agg.]
αφατρίαστος [agg.] αφερεγγυότατος [agg.]
Αφγάν -ή , gen A... αφερεγγυότερος [agg.]
Αφγανή -ή , gen A... αφερεγγυότητα [s. femm.]
Αφγανιστάν [nome pr. nt.] αφερεγγυώτατος [agg.]
Αφγανός -ή , gen A... αφερεγγυώτερος [agg.]
αφέγγαρος [agg.] άφεση {-ης κ. -έ...
αφεγγής [agg.] αφέσιμος [agg.]
άφεγγος [agg.] αφετηρία {αφετηριών...
αφειδής {αφειδ-ούς... αφέτης {αφετών}
αφειδία [s. femm.] άφευκτος [agg.]
αφειδώλευτος [agg.] αφέψημα {αφεψήμ-ατ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: