Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αυτοκίνητος [agg.] αυτόματο [s. nt.]
αυτοκινούμενος [agg.] αυτοματοποιημένος [agg.]
αυτόκλητος [agg.] αυτοματοποίηση {-ης κ. -ή...
αυτοκόλλητο [s. nt.] αυτοματοποιώ [v. trans.]
αυτοκόλλητος [agg.] αυτόματος [agg.]
αυτοκράτειρα {αυτοκρατε... αυτομεταμόσχευση [s. femm.]
αυτοκράτορας {αυτοκρατό... αυτομετασχηματιστής [s. masch.]
αυτοκρατορία {αυτοκρατο... αυτομόληση [s. femm.]
αυτοκρατορικά [avv.] αυτομολία {αυτομολιώ...
αυτοκρατορικός [agg.] αυτομολώ [-είς, -εί...
αυτοκράτωρ {αυτοκράτο... αυτομόσχευμα [s. nt.]
αυτοκριτική [s. femm.] αυτόν [pron.]
αυτοκριτικός [agg.] αυτονόητος [agg.]
αυτοκτονία {αυτοκτονι... αυτονομημένος [agg.]
αυτοκτονικός [agg.] αυτονόμηση {-ης κ. -ή...
αυτοκτονώ {αυτοκτονε... αυτονομία {αυτονομιώ...
αυτοκυβέρνηση {-ης κ. -ή... αυτονομιστής [s. masch.]
αυτοκυβερνιέμαι αυτοκυβερν... αυτονομιστικός [agg.]
αυτοκυριαρχία {χωρ. πληθ... αυτονομίστρια {αυτονομισ...
αυτοκυριαρχούμαι [v. pass.] αυτόνομος [s. nt.]
αυτολεξεί [avv.] αυτονομούμενος [agg.]
αυτολίπανση [s. femm.] αυτοονομάζομαι ipf αυτονο...
αυτολύπηση [s. femm.] αυτοονομαζόμενος [agg.]
αυτόματα [avv.] αυτοοξείδωση [s. femm.]
αυτοματισμός [s. masch.] αυτοπαθής {αυτοπαθ-ο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: