Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Αυστραλέζος [s. masch.] αυτάρεσκος [agg.]
Αυστραλή [s. femm.] αυτάρκεια [s. femm.]
Αυστραλία, (raro) Αυστράλια [nome pr. femm.] αυτάρκης {αυτάρκ-ου...
αυστραλιάνος [agg.] αυταρχικά [avv.]
Αυστραλός [s. masch.] αυταρχικός [agg.]
Αυστρία [nome pr. femm.] αυταρχικότατος [agg.]
Αυστριακή [s. femm.] αυταρχικώτατος [agg.]
Αυστριακιά [s. femm.] αυταρχικότερος [agg.]
αυστριακός [agg.] αυταρχικώτερος [agg.]
Αυστριακός [s. masch.] αυταρχικότητα [s. femm.]
αυστροουγγρικός [agg.] αυταρχισμός [s. masch.]
αυτά [pron.] αυτεγκατάλειψη [s. femm.]
αυταδερφή [s. femm.] αυτελέγχομαι [v. pass.]
αυτάδης [agg.] αυτέλεγχος [s. masch.]
αυτανάλυση [s. femm.] αυτεμβόλιο {αυτεμβολί...
αυτανάφλεξη {-ης κ. -έ... αυτενέργεια {χωρ. πληθ...
αύτανδρος [agg.] αυτενεργός [agg.]
αυταπάρνηση {-ης κ. -ή... αυτενεργώ {αυτενεργε...
αυταπάτη {αυταπατών... αυτενεργώς [avv.]
αυταπατώμαι {-άσαι...}... αυτενοφθαλμισμός [s. masch.]
αυταπόδεικτος [agg.] αυτεξόριστος [agg.]
αυταποδείκτως [avv.] αυτεξούσιο [s. nt.]
αυταπόδειχτος [agg.] αυτεξούσιος [agg.]
αυτάρα [s. femm.] αυτεξουσιότητα [s. femm.]
αυταρέσκεια [s. femm.] αυτεπάγγελτα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: