Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αυλάκωση {-ης κ. -ώ... αυξημένος [agg.]
αυλακωτός [agg.] αύξηση {-ης κ. -ή...
αύλαξ [s. femm.] αυξητέος [agg.]
αυλάρχης {κλητ. -άρ... αυξητικός [agg.]
αυλή [s. femm.] αυξίνη [s. femm.]
αυλητής [s. masch.] αυξομειωμένος [agg.]
αυλήτρια {αυλητριών... αυξομειώνομαι [v. pass.]
αυλητρίδα [s. femm.] αυξομειώνω [v. trans.]
αυλητρίς [s. femm.] αυξομείωση {-ης κ. -ώ...
αυλικός [agg.] αύξοντας [agg.]
αυλικός [s. masch.] αυξύνω ipf αύξαιν...
αυλόγυρος [s. masch.] αύξων {αύξ-οντος...
αυλόδουλος [agg.] αϋπνία {αϋπνιών}
αυλοκόλακας {αυλοκολάκ... άυπνος [agg.]
αυλοκόλαξ [s. masch.] αύρα {αυρών}
αυλόπορτα [s. femm.] αυριανός [agg.]
άυλος{1} [agg.] αύριο [s. nt.]
αυλός{2} [s. masch.] αύριο [avv.]
αυλότητα [s. femm.] αυστηρά [avv.]
αυνανίζομαι {αυνανίσ-τ... αυστηρός [agg.]
αυνανισμός [s. masch.] αυστηρότατος [agg.]
αυξάνομαι ipf αυξανό... αυστηρότερος [agg.]
αυξανόμενος [agg.] αυστηρότητα [s. femm.]
αυξάνω {αύξη-σα, ... Αυστραλέζα [s. femm.]
αυξάνω {αύξη-σα, ... Αυστραλέζος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: