Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αυλακιά [s. femm.] άυλος{1} [agg.]
αυλακιάζω [v. trans.] αυλός{2} [s. masch.]
αυλακιασμένος [agg.] αυλότητα [s. femm.]
αυλακίζω [v. trans.] αυνανίζομαι {αυνανίσ-τ...
αυλάκιον [s. nt.] αυνανισμός [s. masch.]
αυλάκισμα [s. nt.] αυξάνομαι ipf αυξανό...
αυλάκωμα [s. nt.] αυξανόμενος [agg.]
αυλακωμένος [agg.] αυξάνω {αύξη-σα, ...
αυλακώνω {αυλάκω-σα... αυξάνω {αύξη-σα, ...
αυλάκωση {-ης κ. -ώ... αυξημένος [agg.]
αυλακωτός [agg.] αύξηση {-ης κ. -ή...
αύλαξ [s. femm.] αυξητέος [agg.]
αυλάρχης {κλητ. -άρ... αυξητικός [agg.]
αυλή [s. femm.] αυξίνη [s. femm.]
αυλητής [s. masch.] αυξομειωμένος [agg.]
αυλήτρια {αυλητριών... αυξομειώνομαι [v. pass.]
αυλητρίδα [s. femm.] αυξομειώνω [v. trans.]
αυλητρίς [s. femm.] αυξομείωση {-ης κ. -ώ...
αυλικός [agg.] αύξοντας [agg.]
αυλικός [s. masch.] αυξύνω ipf αύξαιν...
αυλόγυρος [s. masch.] αύξων {αύξ-οντος...
αυλόδουλος [agg.] αϋπνία {αϋπνιών}
αυλοκόλακας {αυλοκολάκ... άυπνος [agg.]
αυλοκόλαξ [s. masch.] αύρα {αυρών}
αυλόπορτα [s. femm.] αυριανός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: