Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αυγή [s. femm.] αυθεντικώτατος [agg.]
αυγινός [agg.] αυθεντικώτερος [agg.]
αυγό [s. nt.] αυθεντόπουλον [s. nt.]
αυγοκομμένος [agg.] αυθημερόν [avv.]
αυγολέμονο [s. nt.] αυθορμησία, (raro) αυθορμησιά [s. femm.]
αυγουλού [s. femm.] αυθόρμητα [avv.]
αυγουστέλι [s. nt.] αυθορμητισμός [s. masch.]
αυγουστιάτικος [agg.] αυθόρμητος [agg.]
Αύγουστος {Αυγούστου... αυθορμήτως [avv.]
αυθάδεια {αυθαδειών... αυθύπαρκτος [agg.]
αυθαδέστατος [agg.] αυθύπαρχτος [agg.]
αυθαδέστερος [agg.] αυθυποβάλλομαι ipf αυθυπο...
αυθάδης {αυθάδ-ους... αυθυποβολή [s. femm.]
αυθαδιάζω {αυθαδίασα... αυθωρεί [avv.]
αυθάδικος [agg.] αυθωρί [avv.]
αυθαιρεσία {αυθαιρεσι... αυλαία {αυλαίων}
αυθαίρετο {αυθαιρέτ-... αυλάκι [s. nt.]
αυθαίρετος [agg.] αυλακιά [s. femm.]
αυθαιρέτως [avv.] αυλακιάζω [v. trans.]
αυθέντης {αυθεντών} αυλακιασμένος [agg.]
αυθεντία {αυθεντιών... αυλακίζω [v. trans.]
αυθεντικός [agg.] αυλάκιον [s. nt.]
αυθεντικότατος [agg.] αυλάκισμα [s. nt.]
αυθεντικότερος [agg.] αυλάκωμα [s. nt.]
αυθεντικότητα {χωρ. πληθ... αυλακωμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: