Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ατημέλεια [s. femm.] ατιμωτικός [agg.]
ατημελησία, (raro) ατημελησιά [s. femm.] ατιμωτικότατος [agg.]
ατημέλητα [avv.] ατιμωτικότερος [agg.]
ατημέλητος [agg.] ατιμωτικώτατος [agg.]
ατήραγος [agg.] ατιμωτικώτερος [agg.]
Ατθίς {Ατθίδ-ος,... άτιτλος [agg.]
άτι {χωρ. γεν.... ατλάζι {ατλαζιού ...
ατιθάσευτος [agg.] άτλαντας [s. masch.]
ατίθασος [agg.] Ατλαντίδα [s. femm.]
ατιιός [s. masch.] ατλαντικός [agg.]
άτιμα [avv.] Ατλαντίς [s. femm.]
ατιμάζομαι aor ατιμάσ... Άτλας {Ατλαντ-ος...
ατιμαζόμενος [s. masch.] ατμάκατος {ατμακάτ-ο...
ατιμάζω {ατίμασ-α,... ατμάμαξα {ατμαμαξών...
ατιμασμένος [agg.] ατμοκίνητος [agg.]
ατιμασμός [s. masch.] ατμολέβητας {ατμολεβητ...
ατιμαστικός [agg.] ατμόλουτρα [s. nt. pl.]
ατίμητος [agg.] ατμόλουτρο [s. nt.]
ατιμία, (raro) ατίμια, (raro) ατιμιά {ατιμιών} ατμομηχανή [s. femm.]
άτιμος [agg.] ατμόμυλος [s. masch.]
ατιμωρησία [s. femm.] ατμοπλοΐα {χωρ. πληθ...
ατιμωρητί [avv.] ατμοπλοϊκός [agg.]
ατιμώρητος [agg.] ατμόπλοιο [s. nt.]
ατίμωση {-ης κ. -ώ... ατμοποίηση {-ης κ. -ή...
ατιμωτικά [avv.] ατμοποιούμαι [v. pass.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: