Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
άσπρος [agg.] ασταμάτητος [agg.]
ασπρουδερός [agg.] αστάρι {ασταρ-ιού...
ασπρουλιάρης [agg.] ασταρωμένος [agg.]
ασπρουλιάρης {ασπρουλιά... ασταρώνω [v. trans.]
Ασσίζη [s. femm.] αστασία {χωρ. πληθ...
ασσορτί [agg.] άστατος [agg.]
άσσος pl άσοι & ... αστάχυαστος [agg.]
Ασσυρία [s. femm.] άστεγος [agg.]
ασσυριακός [agg.] άστεγος [s. masch.]
Ασσύριοι [s. masch. pl.] αστεία [avv.]
ασσυριολογία (χωρίς πλη... αστειάκι [s. nt.]
Ασσυριολόγος [s. masch.] αστειεύομαι {αστειεύ-θ...
Ασσύριος [s. masch.] αστεΐζομαι {μόνο σε ε...
Ασσυρο-βαβυλωνιακός [agg.] αστείο [s. nt.]
αστάθεια [s. femm.] αστειολόγημα [s. nt.]
ασταθέστατος [agg.] αστειολόγος [s. masch.]
ασταθέστερος [agg.] αστειολογώ {αστειολογ...
ασταθής {ασταθ-ούς... αστείος [agg.]
αστάθμητος [agg.] αστειότατος [agg.]
αστάθμιστος [agg.] αστειότερος [agg.]
ασταθώς [avv.] αστειότητα {χωρ. πληθ...
αστακός [s. masch.] αστείρευτος [agg.]
ασταλαμάτηγος [agg.] αστεϊσμός [s. masch.]
ασταμάτηγος [agg.] αστένακτος [agg.]
ασταμάτητα [avv.] αστένεια [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: