Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρχίδι {αρχιδ-ιού... αρχικαγκελαρία [s. femm.]
αρχίδια [s. nt. pl.] αρχικαγκελάριος [s. masch.]
αρχιδιακονία [s. femm.] αρχικελευστής [s. masch.]
αρχιδιάκονος {αρχιδιακό... αρχικλέφτρα [s. femm.]
αρχιδούκας {αρχιδουκώ... αρχικός [agg.]
αρχιδουκάτο [s. nt.] αρχιληστής [s. masch.]
αρχιδούκισσα [s. femm.] αρχιλογιστής {αρχιλογισ...
αρχιδούξ ο gen αρχι... αρχιλογίστρια {αρχιλογισ...
αρχιεισαγγελεύς [s. masch.] αρχιλοχίας {(θηλ. αρχ...
αρχιεπισκοπή [s. femm.] αρχιμάγειρας {αρχιμαγεί...
αρχιεπισκοπικός [agg.] αρχιμαγείρισσα [s. femm.]
αρχιεπίσκοπος {αρχιεπισκ... αρχιμάγειρος [s. masch.]
αρχιεπιστολεύς [s. masch.] αρχιμανδρίτης {αρχιμανδρ...
αρχιερατικός [agg.] αρχιμάστορης [s. masch.]
αρχιεργάτης {αρχιεργατ... αρχιμηνιά {χωρ. πληθ...
αρχιεργάτισσα [s. femm.] αρχιμηνιάτικα [avv.]
αρχιεργάτρια {αρχιερ-γα... αρχιμηχανικός [s. masch. e femm.]
αρχιερέας {αρχιερείς... αρχίνημα {αρχινήματ...
αρχιερεύς [s. masch.] αρχινημένος [agg.]
αρχιεροσύνη [s. femm.] αρχινητής [s. masch.]
αρχίζω {άρχισα} i... αρχινίζω μππ. αρχιν...
αρχίζω {άρχισα} i... αρχίνισμα [s. nt.]
αρχιθαλαμηπόλος [s. masch.] αρχινισμένος [agg.]
αρχικά [avv.] αρχινοσοκόμα [s. femm.]
αρχικά [s. nt. pl.] αρχινώ μππ. αρχιν...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: