Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρχινώάω μππ. αρχιν... αρχιψεύτρα {χωρ. γεν....
αρχιπέλαγος {αρχιπελάγ... αρχολιπαρία [s. femm.]
άρχισε! [int.] αρχολίπαρος [s. masch.]
αρχισμηνίας {αρχισμηνι... άρχομαι (μόνο στο ...
αρχιστράτηγος {αρχιστρατ... αρχομανής {αρχομαν-ο...
αρχισυντάκτης {αρχισυντα... αρχομανία [s. femm.]
αρχισυντάκτρια {αρχισυντα... αρχόμενος [agg.]
αρχισυντάχτης [s. masch.] αρχοντάνθρωπος {αρχοντανθ...
αρχισυντάχτρια [s. femm.] αρχονταρίκι {χωρ. γεν....
αρχιτέκτονας {αρχιτεκτό... άρχοντας {αρχόντων}...
αρχιτεκτονική [s. femm.] αρχοντιά {χωρ. πληθ...
αρχιτεκτονικός [agg.] αρχοντικά [avv.]
αρχιτεκτόνισσα {αρχιτεκτο... αρχοντικό [s. nt.]
αρχιτέκτων {αρχιτέκτο... αρχοντικός [agg.]
αρχιτεμπέλα {χωρ. γεν.... αρχόντισσα {αρχοντισσ...
αρχιτεμπέλης {αρχιτεμπέ... αρχοντογυναίκα {αρχοντογυ...
αρχιτεχνήτρια [s. femm.] αρχοντολόι {χωρ. γεν....
αρχιτεχνίτης {αρχιτεχνί... αρχοντομαθημένος [agg.]
αρχιτεχνίτισσα [s. femm.] αρχοντοπούλα {χωρ. γεν....
αρχιτέχτονας [s. masch. e femm.] αρχοντόπουλο [s. nt.]
αρχιτεχτονική [s. femm.] αρχοντόπουλος [s. masch.]
αρχιτραγουδιστές [s. masch. pl.] αρχοντόσπιτο [s. nt.]
αρχιχρονιά {χωρ. πληθ... αρχοντοχωριάτης {δύσχρ. αρ...
αρχιχρονιάτικα [avv.] αρχτικός [agg.]
αρχιχρονιάτικος [agg.] αρχύτερα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: