Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρμοσμένος [agg.] Άρνη [s. femm.]
αρμοστής [s. masch.] άρνηση {-ης κ. -ή...
αρμοστία [s. femm.] αρνησιά [s. femm.]
αρμπανέλα [s. femm.] αρνησίθεος [agg.]
αρμπερόριζα [s. femm.] αρνησίθρησκος [agg.]
αρμποραδούρα [s. femm.] αρνησικυρία {χωρ. πληθ...
αρμπορίζω pf αρμπούρ... αρνησίπατρις {αρνησιπάτ...
άρμπουρο {αρμυρηθρώ... αρνησόθεος [s. masch.]
αρμύρα {πληθ. μόν... αρνησόχριστος [s. masch.]
αρμυρά [s. nt. pl.] αρνητής ο pl αρνητ...
αρμυρίδα [s. femm.] αρνητικά [avv.]
αρμυρίλα [s. femm.] αρνητικό [s. nt.]
αρμυρισμένος [agg.] αρνητικός [agg.]
αρμυρόγλυκος [agg.] αρνητικότατος [agg.]
αρμυροκουλούρα [s. femm.] αρνητικότερος [agg.]
αρμυρόπικρος [agg.] αρνητικότητα [s. femm.]
αρμυρόπιτα [s. femm.] αρνητικώτατος [agg.]
αρμυρός [agg.] αρνητικώτερος [agg.]
Αρμυρός [nome pr. masch.] αρνητισμός [s. masch.]
αρμυρότατος [agg.] αρνήτρα [s. femm.]
αρμυρότερος [agg.] αρνήτρια [s. femm.]
αρμυρούτσικος [agg.] αρνί {αρν-ιού |...
αρμυροφαγωμένος [agg.] αρνιέμαι 3sg αρνείτ...
αρνάκι {χωρ. γεν.... αρνιούμαι 3sg αρνείτ...
αρναούτισσα {Αρναουτισ... αρνίσιος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: