Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αρκαδικός [agg.] αρλούμπα {χωρ. γεν....
αρκεβούζιο {αρκεβουζί... αρλούμπας [s. masch.]
αρκεί {αρκείς...... αρλουμπατζής [s. masch.]
αρκεί! [int.] αρλουμπολόγος [s. masch.]
αρκετά [avv.] άρμα {άρμ-ατος ...
αρκετά! [int.] αρμαγάδιν [s. nt.]
αρκετοί [agg.] Αρμαγεδών {-ος, -α}
αρκετός [agg.] Αρμαγεδδών {-ος, -α}
αρκομπουζιά [s. femm.] αρμάδα [s. femm.]
αρκομπουζιέρης [s. masch.] αρμάθα [s. femm.]
αρκούδα [s. femm.] αρμαθιά [s. femm.]
αρκουδάκι {χωρ. γεν.... αρμαθιάζω {αρμάθιασ-...
αρκουδάμαξον [s. nt.] αρμάθιασμα [s. nt.]
αρκουδιάρισσα {χωρ. γεν.... αρμαθιασμένος [agg.]
αρκουδώ ipf αρκούδ... αρμάρι [s. nt.]
αρκούμαι [v. pass.] αρμαρόζα [s. femm.]
αρκούμενος [agg.] άρματα {αρμάτων}
αρκούντως [avv.] αρματηλάτης {αρματηλατ...
Αρκτίδες [sost femm. pl.] αρματοδρομία {αρματοδρο...
αρκτικόλεξο {-ου κ. -έ... αρματολάτης [s. masch.]
αρκτικός{1} [agg.] αρματολός [s. masch.]
αρκτικός{2} [agg.] αρματόρος [s. masch.]
άρκτος [s. femm.] αρματωλός [s. masch.]
αρκώ {αρκείς...... αρμάτωμα [s. nt.]
αρλεκίνος [s. masch.] αρματωμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: