Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αργυροποίκιλτος [agg.] αρειανός [s. masch.]
Αργυρόπολη [s. femm.] αρειμάνιος [agg.]
αργυρός, (raro) άργυρος [agg.] αρειμανίως [avv.]
άργυρος {αργύρου} άρειος [agg.]
αργυροστολισμένος [agg.] αρένα {αρενών}
αργυροστόλιστος [agg.] αρεοπαγίτης {αρεοπαγιτ...
αργυροτσικνιάς [s. masch.] αρεσιά [s. femm.]
αργυροΰφαντος [agg.] αρέσκεια {αρεσκείας...
αργυροχόος [s. masch. e femm.] αρεσκιά [s. femm.]
Αργυρώ [s. femm.] αρέσκομαι {μόνο σε ε...
Αργύρω [s. femm.] αρεστός [agg.]
αργυρώνητος [agg.] αρεστότατος [agg.]
αργύρωσις [s. femm.] αρεστότερος [agg.]
αργύρωσις [s. femm.] αρέσω {άρεσα} ip...
αργώ {αργείς...... αρετή [s. femm.]
αργώ {αργείς...... Αρετό [nome pr. nt.]
αρδευμένος [agg.] αρετολογία {αρετολογι...
αρδεύομαι [v. pass.] αρετσίνωτος [agg.]
αρδευόμενος [agg.] αρζαντέ [agg.]
άρδευση {-ης κ. -ε... Άρης {-η κ. (λό...
αρδευτικός [agg.] αρθράκι [s. nt.]
αρδεύω {άρδευ-σα,... αρθραλγία {αρθραλγιώ...
άρδην [avv.] αρθρικός [agg.]
αρέζω ipf άρεσα ... αρθρίτιδα [s. femm.]
αρειανισμός [s. masch.] αρθριτικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: