Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αργοκινάω ipf αργοκι... αργοσβήνω {μόνο σε ε...
αργοκίνητος [agg.] αργοσβηώ ipf αργόσβ...
αργοκυλάω [v. trans.] αργοσειέμαι [v. pass.]
αργοκύλητος [agg.] αργόσερτος [agg.]
αργολικός [agg.] αργοσταλάω ipf αργοστ...
αργομισθία [s. femm.] Αργοστολιώτισσα [s. femm.]
αργόμισθος [agg.] αργόστροφος [agg.]
αργόν (χωρίς πλη... αργοσφαλνώ aor αργοσφ...
αργοναύτης [s. masch.] αργόσχολα [avv.]
αργοναυτικός [agg.] αργόσχολος [agg.]
αργοπεθαίνω {μόνο σε ε... αργοτάξιδος [agg.]
αργοπερπατώ 3sg αργοπε... αργότατος [agg.]
αργοπίνω [v. trans.] αργότερα [avv.]
αργοπλάθομαι [v. pass.] αργότερος [agg.]
αργοπορεμένος [s. masch.] αργοτικός [agg.]
αργοπορεμένος [agg.] αργοφθάνω aor αργόφτ...
αργοπορημένος [agg.] αργοχαδεύω ipf αργοχά...
αργοπορία {αργοποριώ... αργόχειρον [s. nt.]
αργοπορώ {αργοπορεί... αργυραμοιβός [s. masch.]
αργοπορώ {αργοπορεί... αργύρια {αργυρί-ου...
αργός [agg.] αργύριο {αργυρί-ου...
Άργος [nome pr. masch.] Αργύριος [s. masch.]
αργοσάλευτος [agg.] αργυροδάμας [s. masch.]
αργοσβηέμαι ipf αργοσβ... αργυρόηχος [agg.]
αργοσβήνομαι ipf αργοσβ... αργυροκαπνισμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: