Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αραχνιάζω {αράχνιασ-... Αργεντινός [s. masch.]
αραχνιασμένος [agg.] άργητα {χωρ. πληθ...
Αραχνίδια [s. nt. pl.] αργία {αργιών}
Αραχνοειδές [s. nt. pl.] αργίες [sost femm. pl.]
αραχνοΰφαντος [agg.] αργιλάσβεστος [s. masch.]
αραχνοφαίνω ipf αραχνο... αργιλικός [agg.]
αραχνόφαντος [agg.] αργίλιο [s. nt.]
Αραχοβίτισσα [s. femm.] αργιλλικός [agg.]
Άραχτος [s. masch.] αργιλλίτης [s. masch.]
αρβαλώ ipf αρβάλι... αργιλλοθερμία [s. femm.]
Αρβανίτης {Αρβανιτών... αργιλλοθερμικός [agg.]
Αρβανίτισσα {Αρβανιτισ... άργιλλος [s. masch. e femm.]
αρβύλα {αρβύλων} ... αργιλλούχος [agg.]
αργά [avv.] αργιλλώδης [agg.]
αργαλειός [s. masch.] αργιλοπλαστική [s. femm.]
άργασμα [s. nt.] άργιλος {αργίλ-ου ...
αργασμένος [agg.] αργιλούχος [agg.]
αργαστήρι [s. nt.] αργιλόχωμα {αργιλοχώμ...
αργαστήριν [s. nt.] αργιλώδης [agg.]
αργατιά [s. femm.] άργιος [s. masch.]
Αργείος [agg.] Αργίτης [s. masch.]
Αργείτης [s. masch.] Αργίτισσα [s. femm.]
αργείτικος [agg.] αργκό [s. femm.]
Αργείτισσα [s. femm.] αργοβουλιάω aor αργοβο...
Αργεντινή [s. femm.] αργογυρνώ ipf αργογύ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: