Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απρόοπτος [agg.] απροσκύνητος [agg.]
απροπαράσκευος [agg.] απροσμάχητος [agg.]
απροπόνητος [agg.] απρόσμενα [avv.]
απροσανατόλιστος [agg.] απρόσμενο [s. nt.]
απροσάρμοστος [agg.] απρόσμενος [agg.]
απρόσβλητος [agg.] απροσμέτρητος [agg.]
απροσγείωτος [agg.] απροσπέλαστος [agg.]
απρόσδεκτος [agg.] απροσπέραστος [agg.]
απροσδιοριστία {χωρ. πληθ... απροσποίητα [avv.]
απροσδιόριστος [agg.] απροσποίητος [agg.]
απροσδόκητα [avv.] απροστάτευτος [agg.]
απροσδόκητος [agg.] απρόσφορος [agg.]
απρόσεκτα [avv.] απροσχεδίαστα [avv.]
απρόσεκτος [s. masch.] απροσχεδίαστος [agg.]
απρόσεκτος [agg.] απροσχημάτιστος [agg.]
απροσεξία {σπάν. απρ... απρόσωπα [avv.]
απρόσεχτα [avv.] απροσωπόληπτος [agg.]
απρόσεχτος [agg.] απροσωποληψία [s. femm.]
απρόσεχτος [s. masch.] απρόσωπος [agg.]
απροσήγορος [agg.] απροφάσιστος [agg.]
απρόσιτος [agg.] απρόφερτος [agg.]
απροσκάλεστος [agg.] απρόφταγος [agg.]
απρόσκλητος [agg.] απροφύλακτα [avv.]
απρόσκοπτος [agg.] απροφύλακτος [agg.]
απρόσκοφτα [avv.] απροφύλαχτος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: