Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απροχώρητο [s. nt.] απώλητος [agg.]
άπταιστα [avv.] απών {απ-όντος ...
άπταιστος [agg.] απών [s. masch.]
άπτερο [s. nt.] απώρας [avv.]
άπτερος [agg.] απώτατος [agg.]
απτικός [agg.] απώτερος [agg.]
απτίν [s. nt.] άρα [cong.]
απτόητος [agg.] Άραβας {Αράβων} ο...
άπτομαι {μόνο στον... αραβικά [s. nt. pl.]
απτός [agg.] αραβικός [agg.]
άπτωτος [agg.] αραβισμός [s. masch.]
απύθμενος [agg.] αραβιστής [s. masch.]
Απύρανθος [nome pr. femm.] αραβοσιτάλευρο [s. nt.]
απυρεξία {χωρ. πληθ... αραβοσίτι [s. nt.]
απυρετικός [agg.] αραβόσιτος {αραβοσίτ-...
απύρετος [agg.] αραβούργημα {αραβουργή...
άπω [avv.] αραβουργήματα [s. nt. pl.]
απωθημένα [s. nt. pl.] άραγε [avv.]
απωθημένος [agg.] άραγμα {αράγμ-ατο...
απώθηση {-ης κ. -ή... αραγμένος [agg.]
απωθητικά [avv.] Αραγονέζα [s. femm.]
απωθητικός [agg.] Αραγώνα [s. femm.]
απωθώ {απωθείς..... Αραγωνία [s. femm.]
απώλεια {-ας κ. (λ... αράδα [s. femm.]
απώλειες [sost femm. pl.] αράδα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: