Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αποχειροβίοτος [agg.] απόχτημα [s. nt.]
αποχειροβίωτος [agg.] αποχτημένος [agg.]
αποχερσωμένος [agg.] αποχτηνωμένος [agg.]
αποχέτευση {-ης κ. -ε... αποχτηνώνω aor αποκτή...
αποχέτευσις [s. femm.] αποχτήνωση gen αποκτή...
αποχετευτικός [agg.] αποχτηνωτικός [agg.]
αποχετεύω ipf αποχέτ... απόχτηση [s. femm.]
αποχή [s. femm.] αποχτώ 3sg αποκτά...
απόχη {αποχών} αποχυμωμένος [agg.]
αποχλωριώνω [v. trans.] αποχυμώνω [v. trans.]
αποχλωρίωση aor αποχόν... αποχυμωτής [-εις]
απόχρεμμα {αποχρέμμ-... αποχώρηση {-ης κ. -ή...
αποχρεμπτικό [s. nt.] αποχωρητήριο {αποχωρητη...
αποχρεμπτικός [agg.] αποχωρίζομαι ipf αποχωρ...
απόχρεμψη {-ης κ. -έ... αποχωρίζω (αποχώρ-ισ...
απόχρεψη [s. femm.] αποχωρισμένος [agg.]
αποχρωματίζομαι ipf αποχρω... αποχωρισμός [s. masch.]
αποχρωματιζόμενος [agg.] αποχωρώ (αποχώρησα...
αποχρωματίζω (αποχρωμάτ... απόψε [avv.]
αποχρωματικός [agg.] απόψεις [sost femm. pl.]
αποχρωματισμένος [agg.] αποψέλνω aor απόψαλ...
αποχρωματισμός [s. masch.] άποψη {-ης κ. -ό...
αποχρών {αποχρ-ώντ... απόψι [avv.]
απόχρωση [-εις] {-η... αποψιλωμένος [agg.]
αποχτάω (απόκτ(-χτ... αποψιλώνω (αποψίλ-ωσ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: