Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αποψίλωση {-ης κ. -ώ... Απρίλιος {-ίου κ. (...
αποψίλωσις [s. femm.] απροαιρεσία [s. femm.]
αποψινός [agg.] απρόβλεπτα [avv.]
αποψυγμένος [agg.] απρόβλεπτος [agg.]
απόψυξη [-εις] {-η... απρόβλεφτος [agg.]
απόψυξις [s. femm.] απροβούλευτος [agg.]
αποψύχω Ρ αόρ. απέ... απρογραμμάτιστος [agg.]
αππόθε [avv.] απρόδευτος [agg.]
αππόθθε [avv.] απροειδοποίητος [agg.]
αππόθθεν [avv.] απροεξόφλητος [agg.]
αππούντο [avv.] απροετοίμαστος [agg.]
απραγματοποίητος [agg.] απρόθυμα [avv.]
απραγμοσύνη [s. femm.] απροθυμία, (raro) απροθυμιά {χωρ. πληθ...
απράγμων {απράγμ-ον... απρόθυμος [agg.]
άπραγος [agg.] απροκάλυπτος [agg.]
άπρακτος [agg.] απροκατάληπτος [agg.]
απρακτώ {απρακτείς... απροκαταληψία [s. femm.]
απραξία {χωρ. πληθ... απρόκοπος [agg.]
άπραχτος [agg.] απρομελέτητα [avv.]
άπρεπα [avv.] απρομελέτητος [agg.]
απρέπεια [s. femm.] απρονοησία {χωρ. πληθ...
απρεπής {απρεπ-ούς... απρονόητα [avv.]
άπρεπος [agg.] απρονόητος [agg.]
απρεπώς [avv.] απρόοπτα [avv.]
Απρίλης ο, gen Aπρ... απρόοπτο {απροόπτ-ο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: