Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απομονώνω (απομόν-ωσ... απόνερα [s. nt. pl.]
απομόνωση [-εις] {-η... απονέρια [s. nt. pl.]
απομονώσιμος [agg.] απόνετος [s. masch. e femm.]
απομονωτισμός [s. masch.] απονευρωμένος [agg.]
απομονωτιστής [s. masch.] απονευρώνω (απονεύρ-ω...
απομύζηση [s. femm.] απονεύρωση {-ης κ. -ώ...
απομύζησις [s. femm.] απονεύρωσις [s. femm.]
απομυζώ (απομύζ-ησ... απονήρευτος [agg.]
απομυθοποιημένος [agg.] απονιά {χωρ. πληθ...
απομυθοποίηση {-ης κ. -ή... απονίπτω [v. trans.]
απομυθοποίησις [s. femm.] απονοημένος [agg.]
απομυθοποιώ (απομυθοπο... απονομή [s. femm.]
απομωραίνω (απομώρ-αν... άπονος [agg.]
άπονα [avv.] αποξειδώνω [v. trans.]
αποναρκωμένος [agg.] αποξενυχτώ aor αποξεν...
αποναρκώνομαι ipf αποναρ... αποξενωμένος [agg.]
αποναρκώνω (απονάρκ-ω... αποξενώνομαι aor αποξεν...
απονάρκωση [s. femm.] αποξενώνω (αποξέν-ωσ...
απονεκρωμένος [agg.] αποξένωση [-εις] {-η...
απονεκρώνω (απονέκρ-ω... αποξεραίνομαι aor αποξερ...
απονέκρωση [s. femm.] αποξεραίνω ipf αποξέρ...
απονεμημένος [agg.] αποξεραμένος [agg.]
απονεμητέος [agg.] απόξεση {-ης κ. -έ...
απονέμω ipf απένεμ... απόξεσμα {αποξέσμ-α...
απονενοημένος [agg.] αποξεσμένος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: