Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
αποβλέπων [agg.] απογείωση [-εις] {-η...
αποβληθείς [agg.] απόγεμα {απο-γεύμ-...
απόβλητα [s. nt. pl.] απογεματινός [agg.]
απόβλητος [agg.] απογεμίζω ipf απογέμ...
αποβολή [s. femm.] απογεμισμένος [agg.]
αποβολιμαίος [agg.] απογεράζω aor απογέρ...
αποβουτυρωμένος [agg.] απόγευμα {απο-γεύμ-...
αποβουτυρώνω (αποβουτύρ... απογευματινή [s. femm.]
αποβουτύρωση [s. femm.] απογευματινός [agg.]
αποβουτύρωσις [s. femm.] απόγεψη [s. femm.]
αποβραδίς [avv.] απογίνομαι ipf απογιν...
απόβραδο [s. nt.] απόγιομα {απο-γεύμ-...
αποβραδύς [avv.] απόγιομαν [s. nt.]
απόβρασμα {αποβράσμ-... απογιομίζω ipf απογέμ...
αποβροχάρισσα [s. femm.] απόγνωση {-ης κ. -ώ...
απόγαιον [s. nt.] απογνωσμένα [avv.]
απογαλακτίζω aor απογαλ... απογνωσμένος [agg.]
απογαλακτισμένος [agg.] απογοητεμένα [avv.]
απογαλακτισμός [s. masch.] απογοητεμένος [agg.]
απογαλαχτίζω aor απογαλ... απογοητευμένος [agg.]
απογεγραμμένος [agg.] απογοητεύομαι ipf απογοη...
απόγειο [s. nt.] απογοήτευση {-ης κ. -ε...
απογειούμαι 3sg απογει... απογοητευτικός [agg.]
απογειωμένος [agg.] απογοητεύω ipf απογοή...
απογειώνομαι 3sg απογει... απόγονοι [s. masch. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: