Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απευθυσμένο [s. nt.] απησχoλημένος [agg.]
απευκταίος [agg.] απησχολώ απασχολείς...
απεύχομαι {απευχήθηκ... απήχηση {-ης κ. -ή...
άπεφθος [agg.] άπηχτος [agg.]
απεχθάνομαι {μόνο σε ε... απηχώ (απήχησα) ...
απέχθεια {χωρ. πληθ... άπιαστος [agg.]
απεχθέστατος [agg.] απίδι {απιδ-ιού ...
απεχθέστερος [agg.] απιδιά [s. femm.]
απεχθής {απεχθ-ούς... απίεστος [agg.]
απεχθώς [avv.] απίθανα [avv.]
απέχω {απείχα (π... απίθανος [agg.]
απέχων [s. masch.] απιθανότητα [s. femm.]
απήγανο [s. nt.] απίθωμα [s. nt.]
απηγγελμένος [agg.] απιθωμένος [agg.]
απηγορευμένος [agg.] απιθώνω (απίθ-ωσα,...
απήδητος [agg.] απίκο [avv.]
απηθωμένος [agg.] απίκου [avv.]
άπηκτος [agg.] απιοειδής {απιοειδ-ο...
απηλλαγμένος [agg.] απιονίζω [v. trans.]
απηνέστατος [agg.] απιονισμός [s. masch.]
απηνέστερος [agg.] απιονιστής [s. masch.]
απηνής {απην-ούς ... άπιοτος [agg.]
απηρτισμένος [agg.] Άπις ο gen Άπη ...
απηρχαιωμένος [agg.] άπιστα [avv.]
απής [cong.] απίστευτα [avv.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: