Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
απελεύθερη [s. femm.] απεμπόληση {-ης κ. -ή...
απελεύθερος [agg.] απεμπολώ (απεμπόλησ...
απελευθερούμενος [agg.] απεμπρός [avv.]
απελευθερωμένος [agg.] απέναντι [agg.]
απελευθερώνομαι ipf απελευ... απέναντι [avv.]
απελευθερώνω ipf απελευ... απεναντίας [avv.]
απελευθέρωση [-εις] {-η... απεναντινός [agg.]
απελευθερώσιμος [agg.] απενεργοποιώ {απενεργοπ...
απελευθερωτής [s. masch.] απένταρος [agg.]
απελευθερωτικός [agg.] απεξάρτηση {-ης κ. -ή...
απελευθερώτρια [s. femm.] απεξάρτησις [s. femm.]
απελεύτερος [agg.] απέξαρχης [avv.]
απελεύτερος [s. masch.] απεξεσμένος [agg.]
απελευτερωμένος [s. masch.] απέξω [avv.]
απελπιέμαι ipf απελπι... απεπάνω [avv.]
απελπίζομαι [v. pass.] απέραγος [agg.]
απελπίζω (απέλπ-ισα... απέραντα [avv.]
άπελπις {απέλπ-ιδο... απεραντολογία {απεραντολ...
απελπισία {χωρ. πληθ... απεραντολόγος, (raro) απεραντόλογος [s. masch. e femm.]
απελπισμένα [avv.] απεραντολογώ (απεραντολ...
απελπισμένος [agg.] απέραντος [agg.]
απελπισμός [s. masch.] απεραντοσύνη {χωρ. πληθ...
απελπιστικός [agg.] απεραντότητα [s. femm.]
απεμισεμός [s. masch.] απέραστος [agg.]
απεμπλοκή [s. femm.] απεργάζομαι (απεργάστη...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: